σκόλοπας

σκόλοπας
ο / σκόλοψ, -οπος, ΝΜΑ
σώμα επίμηκες που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, ώστε να μπορεί να μπήγεται, πάσσαλος, παλούκι
νεοελλ.
μτφ. βάσανο, ενόχλημα
αρχ.
1. μικρή σχίζα, αγκάθι
2. εργαλείο κατάλληλο για χειρουργική επέμβαση στην ουρήθρα
3. το οξύ άκρο αλιευτικού αγκίστρου
4. δέντρο
5. αιχμηρή προβολή στο πόδι πουλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σκόλ-οψ εντάσσεται στην οικογένεια τού ρ. σκάλλω* «σκαλίζω, γλύφω» (πρβλ. λατ. scalpo και τα αρχ. άνω γερμ. scelifa «φλούδα», αγγλοσαξ. scielf «αιχμή βράχου», λιθουαν. sklempti «ροκανίζω») και εμφανίζει φωνηεντισμό -ο- και επίθημα -οψ, πιθ. κατά τα προσηγορικά σε -οψ (πρβλ. σκάλ-οψ). Προβλήματα ωστόσο για την ομαλή ένταξη τού τ. στην οικογένεια τού σκάλλω γεννούν αφ' ενός η σημ. τής λ. «πάσσαλος, παλούκι», αφ' ετέρου το επίθημα -οψ, που δεν απαντά σε άλλον συγγενή ινδοευρωπαϊκό τ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκόλοπας — σκόλοψ anything pointed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκολοπεύς — έως, ὁ, Α σκόλοπας, πάσσαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόλοψ, οπος «πάσσαλος» + επίθημα εύς (πρβλ. σκαπαν εύς)] …   Dictionary of Greek

  • σκολύπτω — Α (κατά τον Ησύχ.) «κολούω, κολοβῶ, ἐκτίλλω». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος με επίθημα jω από την ίδια ρίζα με το ρ. σκάλλω* «σκαλίζω, γλύφω» (βλ. και λ. σκόλοπας). Το ρ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σκόλλυς* και σκόλυθρον*, ενώ δεν… …   Dictionary of Greek

  • σκόλοψ — οπος, ὁ, ΜΑ βλ. σκόλοπας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”